- επισημασία
- ἐπισημασία, ἡ (AM) [επισημαίνω]μσν.ξεχωριστή σημασία, σπουδαιότητααρχ.1. σημείο, ένδειξη ευαρέσκειας, έπαινος («τυχεῑν τινος ἐπισημασίας διά τὸ συμπεπολεμηκέναι», Πολ.)2. στον πληθ. επευφημίες3. (με κακή σημ.) σημάδι κατηγορίας («ἐπισημασίας ἔτυχεν ὑπὸ τοῡ δαιμονίου κεραυνωθείς», Διόδ. Σικ.)4. η υποδήλωση γραμμάτων σε κρυπτογραφημένο κείμενο5. (για αρρώστια) σύμπτωμα, αρχή αρρώστιας6. ένδειξη καιρικής μεταβολής7. στον πληθ. αλλαγή, μεταβολή καιρού.
Dictionary of Greek. 2013.